- κοσμοδιοικητικόν
- κοσμοδιοικητικόςgoverning the worldmasc acc sgκοσμοδιοικητικόςgoverning the worldneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοσμοδιοικητικός — κοσμοδιοικητικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που διοικεί τον κόσμο 2. το ουδ. ως ουσ. τό κοσμοδιοικητικόν η διακυβέρνηση τού κόσμου … Dictionary of Greek